fix
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fix | fixes |
fix (en)
- (ανεπίσημο) η λύση σε ένα πρόβλημα, ειδικά ένα εύκολο ή προσωρινό
- ⮡ This is the best fix to our problem.
- Αυτή είναι η καλύτερη λύση στο πρόβλημά μας.
- ⮡ This is the best fix to our problem.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fix |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fixes |
αόριστος | fixed |
παθητική μετοχή | fixed |
ενεργητική μετοχή | fixing |
fix (en)
- διορθώνω, επιδιορθώνω, φτιάχνω, κάνω
- ⮡ How much do you charge to fix a pair of shoes?
- Πόσο χρεώνετε για να διορθώσετε/επιδιορθώσετε ένα ζευγάρι παπούτσια;
- ⮡ The car broke down and I took it to the garage to get it fixed./The car broke down and I took it to the garage for them to fix for me.
- Χάλασε το αυτοκίνητο και το πήγα στο συνεργείο να μου το φτιάξουν.
- ⮡ The faucet is dripping and I must fix it.
- Στάζει η βρύση και πρέπει να τη φτιάξω.
- ⮡ The damage is extensive and it cannot be fixed.
- Η βλάβη είναι μεγάλη και δε φτιάχνεται.
- ⮡ The plumber came to fix the faucet.
- Ήρθε ο υδραυλικός να κάνει τη βρύση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη repair
- ⮡ How much do you charge to fix a pair of shoes?
- ορίζω, αποφασίζω ημερομηνία, ώρα, ποσό κτλ. για κάτι
- ορίζω, σχεδιάζω ή οργανώνω κάτι
- ⮡ We must fix another day.
- Πρέπει να ορίσουμε μια άλλη μέρα.
- ⮡ We must fix another day.
- (συνήθως στην παθητική φωνή, ανεπίσημο) κανονίζω το αποτέλεσμα κάτι με τρόπο που δεν είναι ειλικρινής ή δίκαιος
- ⮡ The match had been fixed in advance.
- Το ματς είχε κανονιστεί από πριν.
- ⮡ The match had been fixed in advance.
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- fix (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- fix (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 412, 632. ISBN 9780194325684., λήμμα: κανονίζω, ορίζω