Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fix fixes

fix (en)

  • (ανεπίσημο) η λύση σε ένα πρόβλημα, ειδικά ένα εύκολο ή προσωρινό
    ⮡  This is the best fix to our problem.
    Αυτή είναι η καλύτερη λύση στο πρόβλημά μας.
ενεστώτας fix
γ΄ ενικό ενεστώτα fixes
αόριστος fixed
παθητική μετοχή fixed
ενεργητική μετοχή fixing

fix (en)

  1. διορθώνω, επιδιορθώνω, φτιάχνω, κάνω
    ⮡  How much do you charge to fix a pair of shoes?
    Πόσο χρεώνετε για να διορθώσετε/επιδιορθώσετε ένα ζευγάρι παπούτσια;
    ⮡  The car broke down and I took it to the garage to get it fixed./The car broke down and I took it to the garage for them to fix for me.
    Χάλασε το αυτοκίνητο και το πήγα στο συνεργείο να μου το φτιάξουν.
    ⮡  The faucet is dripping and I must fix it.
    Στάζει η βρύση και πρέπει να τη φτιάξω.
    ⮡  The damage is extensive and it cannot be fixed.
    Η βλάβη είναι μεγάλη και δε φτιάχνεται.
    ⮡  The plumber came to fix the faucet.
    Ήρθε ο υδραυλικός να κάνει τη βρύση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη repair
  2. ορίζω, αποφασίζω ημερομηνία, ώρα, ποσό κτλ. για κάτι
    ⮡  on the fixed day - την ορισμένη μέρα
    ⮡  The prices are fixed by the manufacturers.
    Οι τιμές ορίζονται από τους κατασκευαστές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη determine
  3. ορίζω, σχεδιάζω ή οργανώνω κάτι
    ⮡  We must fix another day.
    Πρέπει να ορίσουμε μια άλλη μέρα.
  4. (συνήθως στην παθητική φωνή, ανεπίσημο) κανονίζω το αποτέλεσμα κάτι με τρόπο που δεν είναι ειλικρινής ή δίκαιος
    ⮡  The match had been fixed in advance.
    Το ματς είχε κανονιστεί από πριν.

Εκφράσεις

επεξεργασία