παραθετικά
θετικός fixed
συγκριτικός more fixed
υπερθετικός most fixed

fixed (en)

  1. ορισμένος, σταθερός, ακίνητος, τακτός, πάγιος, μόνιμος, που μένει ίδιο, που δεν αλλάζει ή δεν μπορεί να αλλάξει
    παράδειγμα  fixed prices - ορισμένες τιμές
    παράδειγμα  on the fixed day for the wedding - την ορισμένη ημέρα για το γάμο
    παράδειγμα  The car is moving at a fixed speed.
    Το αυτοκίνητο κινείται με σταθερή ταχύτητα.
    παράδειγμα  a fixed part - ακίνητο εξάρτημα
    παράδειγμα  The notes are paid at fixed intervals.
    Τα γραμμάτια πληρώνονται σε τακτά διαστήματα.
    παράδειγμα  fixed assets/fixed costs - πάγια κεφάλαια/μόνιμα έξοδα
  2. έμμονος, σταθερός, για ιδέες και επιθυμίες που πιστεύονται πολύ έντονα και δεν αλλάζουν εύκολα
    παράδειγμα  a fixed point of view - εμμονή άποψη
    παράδειγμα  He has fixed principles.
    Έχει σταθερές αρχές.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία