fixed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fixed |
συγκριτικός | more fixed |
υπερθετικός | most fixed |
fixed (en)
- ορισμένος, σταθερός, ακίνητος, που μένει ίδιο, που δεν αλλάζει ή δεν μπορεί να αλλάξει
- ↪ fixed prices - ορισμένες τιμές
- ↪ on the fixed day for the wedding - την ορισμένη ημέρα για το γάμο
- τακτός
- μόνιμος
- έμμονος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- fixed - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 632-633. ISBN 9780194325684., λήμμα: ορισμένος