μόνιμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μόνιμος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μόνιμος, -η, -ο
- που μένει με τις ίδιες ιδιότητες ή στην ίδια κατάσταση χωρίς σημαντικές αλλαγές
- οι μαγνήτες από σπάνιες γαίες είναι από τους πιο ισχυρούς μόνιμους μαγνήτες
- συχνός, σταθερός
- μόνιμος πελάτης
- διαρκής
- είχε μια μόνιμη ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του
- (για πρόσωπα) που έχει μία σταθερή θέση εργασίας χωρίς χρονικούς περιορισμούς
- άρχισε ως αναπληρωτής αλλά φέτος διορίστηκε ως μόνιμος εκπαιδευτικός