μόνιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μόνιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μόνιμος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική permanent[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmo.ni.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μό‐νι‐μος
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μόνιμος | η | μόνιμη | το | μόνιμο |
γενική | του | μόνιμου | της | μόνιμης | του | μόνιμου |
αιτιατική | τον | μόνιμο | τη | μόνιμη | το | μόνιμο |
κλητική | μόνιμε | μόνιμη | μόνιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μόνιμοι | οι | μόνιμες | τα | μόνιμα |
γενική | των | μόνιμων | των | μόνιμων | των | μόνιμων |
αιτιατική | τους | μόνιμους | τις | μόνιμες | τα | μόνιμα |
κλητική | μόνιμοι | μόνιμες | μόνιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
μόνιμος, -η, -ο
- που μένει με τις ίδιες ιδιότητες ή στην ίδια κατάσταση χωρίς σημαντικές αλλαγές
- οι μαγνήτες από σπάνιες γαίες είναι από τους πιο ισχυρούς μόνιμους μαγνήτες
- συχνός, σταθερός
- μόνιμος πελάτης
- διαρκής
- είχε μια μόνιμη ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του
- (για πρόσωπα) που έχει μία σταθερή θέση εργασίας χωρίς χρονικούς περιορισμούς
- άρχισε ως αναπληρωτής αλλά φέτος διορίστηκε ως μόνιμος εκπαιδευτικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μόνιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας