Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονιμοποιούμαι, παθητική φωνή του μονιμοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

μονιμοποιούμαι

→ δείτε τη λέξη μονιμοποιώ