Ετυμολογία

επεξεργασία
μονιμοποιώ < μόνιμος + -ο- + ποιώ

μονιμοποιώ (παθητική φωνή: μονιμοποιούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία