μονιμοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμονιμοποιώ (παθητική φωνή: μονιμοποιούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αμονιμοποίητος
- μονιμοποιημένος
- μονιμοποίηση
- → δείτε τις λέξεις μόνιμος και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μονιμοποιώ | μονιμοποιούσα | θα μονιμοποιώ | να μονιμοποιώ | μονιμοποιώντας | |
β' ενικ. | μονιμοποιείς | μονιμοποιούσες | θα μονιμοποιείς | να μονιμοποιείς | (μονιμοποίει) | |
γ' ενικ. | μονιμοποιεί | μονιμοποιούσε | θα μονιμοποιεί | να μονιμοποιεί | ||
α' πληθ. | μονιμοποιούμε | μονιμοποιούσαμε | θα μονιμοποιούμε | να μονιμοποιούμε | ||
β' πληθ. | μονιμοποιείτε | μονιμοποιούσατε | θα μονιμοποιείτε | να μονιμοποιείτε | μονιμοποιείτε | |
γ' πληθ. | μονιμοποιούν(ε) | μονιμοποιούσαν(ε) | θα μονιμοποιούν(ε) | να μονιμοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μονιμοποίησα | θα μονιμοποιήσω | να μονιμοποιήσω | μονιμοποιήσει | ||
β' ενικ. | μονιμοποίησες | θα μονιμοποιήσεις | να μονιμοποιήσεις | μονιμοποίησε | ||
γ' ενικ. | μονιμοποίησε | θα μονιμοποιήσει | να μονιμοποιήσει | |||
α' πληθ. | μονιμοποιήσαμε | θα μονιμοποιήσουμε | να μονιμοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | μονιμοποιήσατε | θα μονιμοποιήσετε | να μονιμοποιήσετε | μονιμοποιήστε | ||
γ' πληθ. | μονιμοποίησαν μονιμοποιήσαν(ε) |
θα μονιμοποιήσουν(ε) | να μονιμοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μονιμοποιήσει | είχα μονιμοποιήσει | θα έχω μονιμοποιήσει | να έχω μονιμοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μονιμοποιήσει | είχες μονιμοποιήσει | θα έχεις μονιμοποιήσει | να έχεις μονιμοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μονιμοποιήσει | είχε μονιμοποιήσει | θα έχει μονιμοποιήσει | να έχει μονιμοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μονιμοποιήσει | είχαμε μονιμοποιήσει | θα έχουμε μονιμοποιήσει | να έχουμε μονιμοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μονιμοποιήσει | είχατε μονιμοποιήσει | θα έχετε μονιμοποιήσει | να έχετε μονιμοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μονιμοποιήσει | είχαν μονιμοποιήσει | θα έχουν μονιμοποιήσει | να έχουν μονιμοποιήσει |
|