αμονιμοποίητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμονιμοποίητος < α- + μονιμοποιώ + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αμονιμοποίητος, -η, -ο
- που δεν έχει μονιμοποιηθεί ή δεν είναι δυνατόν να μονιμοποιηθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις μονιμοποιώ, μόνιμος και ποιώ
Πηγές επεξεργασία
- αμονιμοποίητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αμονιμοποίητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμονιμοποίητος
|