Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονιμοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μονιμοποιημέν
ος
η
μονιμοποιημέν
η
το
μονιμοποιημέν
ο
γενική
του
μονιμοποιημέν
ου
της
μονιμοποιημέν
ης
του
μονιμοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
μονιμοποιημέν
ο
τη
μονιμοποιημέν
η
το
μονιμοποιημέν
ο
κλητική
μονιμοποιημέν
ε
μονιμοποιημέν
η
μονιμοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μονιμοποιημέν
οι
οι
μονιμοποιημέν
ες
τα
μονιμοποιημέν
α
γενική
των
μονιμοποιημέν
ων
των
μονιμοποιημέν
ων
των
μονιμοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
μονιμοποιημέν
ους
τις
μονιμοποιημέν
ες
τα
μονιμοποιημέν
α
κλητική
μονιμοποιημέν
οι
μονιμοποιημέν
ες
μονιμοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
μονιμοποιημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μονιμοποιώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
αμονιμοποίητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονιμοποιημένος