↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονιμοποίηση οι μονιμοποιήσεις
      γενική της μονιμοποίησης* των μονιμοποιήσεων
    αιτιατική τη μονιμοποίηση τις μονιμοποιήσεις
     κλητική μονιμοποίηση μονιμοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μονιμοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονιμοποίηση < μόνιμ(ος) + -ο- + -ποίηση[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονιμοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία