Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
tenured
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
tenured
(en)
ο
μόνιμος
(για πανεπιστημιακό καθηγητή που έχει μονιμοποιηθεί σε ένα πανεπιστήμιο)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
tenured
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
tenure