• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

διαρκής

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική διαρκής διαρκής διαρκές
γενική διαρκούς διαρκούς διαρκούς
αιτιατική διαρκή διαρκή διαρκές
κλητική διαρκή(ής) διαρκής διαρκές
πτώση πληθυντικός
ονομαστική διαρκείς διαρκείς διαρκή
γενική διαρκών διαρκών διαρκών
αιτιατική διαρκείς διαρκείς διαρκή
κλητική διαρκείς διαρκείς διαρκή

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαρκής < αρχαία ελληνική διαρκής < διά + ἀρκέω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂erg-

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

διαρκής -ής -ες

  • που διαρκεί, που γίνεται χωρίς διακοπή

Ο συνεχομενος

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • αδιάκοπος
  • ακατάπαυστος
  • συνεχής

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    διαρκής
  • αγγλικά : long-lived (en)
  • γαλλικά : durable (fr), continu (fr), permanent (fr)
  • ρουμανικά : durabil (ro)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διαρκής&oldid=4027185"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Μαρτίου 2019, στις 11:53

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Μαρτίου 2019, στις 11:53.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie