Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαρκής
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
διαρκ
ής
διαρκ
ής
διαρκ
ές
γενική
διαρκ
ούς
διαρκ
ούς
διαρκ
ούς
αιτιατική
διαρκ
ή
διαρκ
ή
διαρκ
ές
κλητική
διαρκ
ή
(
ής
)
διαρκ
ής
διαρκ
ές
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
διαρκ
είς
διαρκ
είς
διαρκ
ή
γενική
διαρκ
ών
διαρκ
ών
διαρκ
ών
αιτιατική
διαρκ
είς
διαρκ
είς
διαρκ
ή
κλητική
διαρκ
είς
διαρκ
είς
διαρκ
ή
Ετυμολογία
Επεξεργασία
διαρκής
<
αρχαία ελληνική
διαρκής
<
διά
+
ἀρκέω
<
ινδοευρωπαϊκή (ρίζα)
*h₂erg-
Επίθετο
Επεξεργασία
διαρκής -ής -ες
που
διαρκεί
, που γίνεται χωρίς
διακοπή
Ο συνεχομενος
Συνώνυμα
Επεξεργασία
αδιάκοπος
ακατάπαυστος
συνεχής
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
διαρκής
αγγλικά
:
long-lived
(en)
γαλλικά
:
durable
(fr)
,
continu
(fr)
,
permanent
(fr)
ρουμανικά
:
durabil
(ro)