Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξακολουθητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξακολουθητικ
ός
η
εξακολουθητικ
ή
το
εξακολουθητικ
ό
γενική
του
εξακολουθητικ
ού
της
εξακολουθητικ
ής
του
εξακολουθητικ
ού
αιτιατική
τον
εξακολουθητικ
ό
την
εξακολουθητικ
ή
το
εξακολουθητικ
ό
κλητική
εξακολουθητικ
έ
εξακολουθητικ
ή
εξακολουθητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξακολουθητικ
οί
οι
εξακολουθητικ
ές
τα
εξακολουθητικ
ά
γενική
των
εξακολουθητικ
ών
των
εξακολουθητικ
ών
των
εξακολουθητικ
ών
αιτιατική
τους
εξακολουθητικ
ούς
τις
εξακολουθητικ
ές
τα
εξακολουθητικ
ά
κλητική
εξακολουθητικ
οί
εξακολουθητικ
ές
εξακολουθητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξακολουθητικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
εξακολουθητικός, -ή, -ό
που δεν
σταματά
, που
συνεχίζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξακολουθητικός
αγγλικά
:
continual
(en)
γαλλικά
:
continu
(fr)
ρουμανικά
:
continuu
(ro)