Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακατάπαυστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακατάπαυστ
ος
η
ακατάπαυστ
η
το
ακατάπαυστ
ο
γενική
του
ακατάπαυστ
ου
της
ακατάπαυστ
ης
του
ακατάπαυστ
ου
αιτιατική
τον
ακατάπαυστ
ο
την
ακατάπαυστ
η
το
ακατάπαυστ
ο
κλητική
ακατάπαυστ
ε
ακατάπαυστ
η
ακατάπαυστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακατάπαυστ
οι
οι
ακατάπαυστ
ες
τα
ακατάπαυστ
α
γενική
των
ακατάπαυστ
ων
των
ακατάπαυστ
ων
των
ακατάπαυστ
ων
αιτιατική
τους
ακατάπαυστ
ους
τις
ακατάπαυστ
ες
τα
ακατάπαυστ
α
κλητική
ακατάπαυστ
οι
ακατάπαυστ
ες
ακατάπαυστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακατάπαυστος
<
(
ελληνιστική κοινή
)
<
ἀ-
στερητικό +
καταπαύω
+ κατάληξη ρηματικών επιθέτων
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακατάπαυστος
, -η, -ο
και
ακατάπαυτος
που εξακολουθεί χωρίς
παύση
Συνώνυμα
επεξεργασία
αδιάκοπος
συνεχής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακατάπαυστος
αγγλικά
:
ceaseless
(en)
,
incessant
(en)
γαλλικά
:
incessant
(fr)
εβραϊκά
:
מתמיד
(he)
ισπανικά
:
incesante
(es)
πολωνικά
:
nieustający
(pl)