ακατάπαυστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακατάπαυστος < (ελληνιστική κοινή) < ἀ- στερητικό + καταπαύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο επεξεργασία
ακατάπαυστος, -η, -ο και ακατάπαυτος
- που εξακολουθεί χωρίς παύση