• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ακατάπαυτος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατάπαυτος η ακατάπαυτη το ακατάπαυτο
      γενική του ακατάπαυτου της ακατάπαυτης του ακατάπαυτου
    αιτιατική τον ακατάπαυτο την ακατάπαυτη το ακατάπαυτο
     κλητική ακατάπαυτε ακατάπαυτη ακατάπαυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατάπαυτοι οι ακατάπαυτες τα ακατάπαυτα
      γενική των ακατάπαυτων των ακατάπαυτων των ακατάπαυτων
    αιτιατική τους ακατάπαυτους τις ακατάπαυτες τα ακατάπαυτα
     κλητική ακατάπαυτοι ακατάπαυτες ακατάπαυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ακατάπαυτος < ακατάπαυστος

Επίθετο

επεξεργασία

ακατάπαυτος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη  ακατάπαυστος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ακατάπαυτος&oldid=5622681"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Νοεμβρίου 2022, στις 20:17

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Νοεμβρίου 2022, στις 20:17.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας