καταπαύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταπαύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καταπαύω < (κατά, κατα- + παύω) και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική cesser[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.taˈpa.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐παύ‐ω
Ρήμα επεξεργασία
καταπαύω, αόρ.: κατέπαυσα (χωρίς παθητική φωνή)
- διακόπτω κάτι τελείως
- ※ –Ἐμπρός, ἐμπρός, ἐφθάρησαν τὰ ὅπλα τῶν Ἑλλήνων· / Μόλις τὸν ἄοπλον ἐχθρόν, θρασύδειλοι, νικᾶτε· / Τὸν θάνατον κατέπαυσε τὸ ὅπλον μας ἐκχύνον, / Ἐμπρός, οὐδεὶς ἀνθίσταται, ὀθωμανοί, κτυπᾶτε. (Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Το Αρκάδι)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη παύω
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταπαύω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καταπαύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
καταπαύω
Πηγές επεξεργασία
- καταπαύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταπαύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.