Ετυμολογία

επεξεργασία

καταπαύω, αόρ.: κατέπαυσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπαύω < κατα- + παύω

καταπαύω