σταματάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταματάω < σταματ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σταματῶ < στάμα (κάθισμα) < ἵσταμαι[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sta.maˈta.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐μα‐τά\ω
Ρήμα
επεξεργασίασταματάω/σταματώ, αόρ.: σταμάτησα, παθ.φωνή: σταματιέμαι, μτχ.π.π.: σταματημένος
- (μεταβατικό) διακόπτω μια ενέργεια ενός άλλου ανθρώπου ή πράγματος
- ⮡ σταμάτα τον πριν κάνει κάτι που θα το μετανιώσει
- (μεταβατικό) διακόπτω μια δική μου ενέργεια
- ⮡ σταμάτα τις ανοησίες
- (αμετάβατο) παύω να κινούμαι
- ⮡ το αυτοκίνητο δε σταμάτησε στο κόκκινο φανάρι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σταματάω - σταματώ | σταματούσα - σταμάταγα | θα σταματάω - σταματώ | να σταματάω - σταματώ | σταματώντας | |
β' ενικ. | σταματάς | σταματούσες - σταμάταγες | θα σταματάς | να σταματάς | σταμάτα - σταμάταγε | |
γ' ενικ. | σταματάει - σταματά | σταματούσε - σταμάταγε | θα σταματάει - σταματά | να σταματάει - σταματά | ||
α' πληθ. | σταματάμε - σταματούμε | σταματούσαμε - σταματάγαμε | θα σταματάμε - σταματούμε | να σταματάμε - σταματούμε | ||
β' πληθ. | σταματάτε | σταματούσατε - σταματάγατε | θα σταματάτε | να σταματάτε | σταματάτε | |
γ' πληθ. | σταματάν(ε) - σταματούν(ε) | σταματούσαν(ε) - σταμάταγαν - σταματάγανε | θα σταματάν(ε) - σταματούν(ε) | να σταματάν(ε) - σταματούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σταμάτησα | θα σταματήσω | να σταματήσω | σταματήσει | ||
β' ενικ. | σταμάτησες | θα σταματήσεις | να σταματήσεις | σταμάτα - σταμάτησε | ||
γ' ενικ. | σταμάτησε | θα σταματήσει | να σταματήσει | |||
α' πληθ. | σταματήσαμε | θα σταματήσουμε | να σταματήσουμε | |||
β' πληθ. | σταματήσατε | θα σταματήσετε | να σταματήσετε | σταματήστε | ||
γ' πληθ. | σταμάτησαν σταματήσαν(ε) |
θα σταματήσουν(ε) | να σταματήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σταματήσει | είχα σταματήσει | θα έχω σταματήσει | να έχω σταματήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σταματήσει | είχες σταματήσει | θα έχεις σταματήσει | να έχεις σταματήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σταματήσει | είχε σταματήσει | θα έχει σταματήσει | να έχει σταματήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σταματήσει | είχαμε σταματήσει | θα έχουμε σταματήσει | να έχουμε σταματήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σταματήσει | είχατε σταματήσει | θα έχετε σταματήσει | να έχετε σταματήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σταματήσει | είχαν σταματήσει | θα έχουν σταματήσει | να έχουν σταματήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σταματημένος - είμαστε, είστε, είναι σταματημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σταματημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σταματημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σταματημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σταματημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σταματημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σταματημένοι |
- Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταματάω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σταματάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας