Ετυμολογία

επεξεργασία
stop < (κληρονομημένο) μέση αγγλική stoppen / stoppien < αγγλοσαξονική stoppian (σταματώ, κλείνω) < πρωτογερμανική *stuppōną (σταματώ, κλείνω) < *stuppijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)tewp- / *(s)tewb- (πιέζω, ωθώ, μπήγω) < *(s)tew- (χτυπώ, προσκρούω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stop stops

stop (en)

  1. η στάση, ένα μέρος όπου ένα λεωφορείο ή τρένο σταματά τακτικά για να επιβιβαστούν ή να κατέβουν οι επιβάτες
    ⮡  The train makes only two stops on the way to Larissa.
    Το τρένο κάνει δυο μονάχα στάσεις ως τη Λάρισα.
    ⮡  I’ll get off at the next stop.
    Θα κατέβω στην επόμενη στάση.
  2. η στάση, η ενέργεια ή αποτέλεσμα του σταματώ
    ⮡  I’m making a stop.
    Κάνω στάση.
    ⮡  We’ll make a stop outside of Larissa.
    Θα κάνουμε μια στάση έξω από τη Λάρισα.
    ⮡  Five minutes’ stop!
    Πέντε λεπτά στάση!
  3. στοπ, μηχανισμός που μπλοκάρει την κίνηση

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας stop
γ΄ ενικό ενεστώτα stops
αόριστος stopped
παθητική μετοχή stopped
ενεργητική μετοχή stopping

stop (en)

Αναγραμματισμοί

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. stop (pl) < stapiać
  2. stop (pl) < (άμεσο δάνειο) αγγλική stop

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stop (pl) αρσενικό

  1. (χημεία), (κοινά) το κράμα
  2. το στοπ

  Επιφώνημα

επεξεργασία

stop (pl)

Συγγενικά

επεξεργασία