Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stop stops

stop (en)

  1. η στάση, ένα μέρος όπου ένα λεωφορείο ή τρένο σταματά τακτικά για να επιβιβαστούν ή να κατέβουν οι επιβάτες
      The train makes only two stops on the way to Larissa.
    Το τρένο κάνει δυο μονάχα στάσεις ως τη Λάρισα.
      I’ll get off at the next stop.
    Θα κατέβω στην επόμενη στάση.
  2. η στάση, η ενέργεια ή αποτέλεσμα του σταματώ
      I’m making a stop.
    Κάνω στάση.
      We’ll make a stop outside of Larissa.
    Θα κάνουμε μια στάση έξω από τη Λάρισα.
      Five minutes’ stop!
    Πέντε λεπτά στάση!
  3. στοπ, μηχανισμός που μπλοκάρει την κίνηση
      a door stop - στοπ της πόρτας

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας stop
γ΄ ενικό ενεστώτα stops
αόριστος stopped
παθητική μετοχή stopped
ενεργητική μετοχή stopping

stop (en)

Αναγραμματισμοί

επεξεργασία