stop
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- stop < (κληρονομημένο) μέση αγγλική stoppen / stoppien < αγγλοσαξονική stoppian (σταματώ, κλείνω) < πρωτογερμανική *stuppōną (σταματώ, κλείνω) < *stuppijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)tewp- / *(s)tewb- (πιέζω, ωθώ, μπήγω) < *(s)tew- (χτυπώ, προσκρούω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stop | stops |
stop (en)
- η στάση, ένα μέρος όπου ένα λεωφορείο ή τρένο σταματά τακτικά για να επιβιβαστούν ή να κατέβουν οι επιβάτες
- ↪ The train makes only two stops on the way to Larissa.
- Το τρένο κάνει δυο μονάχα στάσεις ως τη Λάρισα.
- ↪ I’ll get off at the next stop.
- Θα κατέβω στην επόμενη στάση.
- ↪ The train makes only two stops on the way to Larissa.
- η στάση, η ενέργεια ή αποτέλεσμα του σταματώ
- ↪ I’m making a stop.
- Κάνω στάση.
- ↪ We’ll make a stop outside of Larissa.
- Θα κάνουμε μια στάση έξω από τη Λάρισα.
- ↪ Five minutes’ stop!
- Πέντε λεπτά στάση!
- ↪ I’m making a stop.
- στοπ, μηχανισμός που μπλοκάρει την κίνηση
Παράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | stop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stops |
αόριστος | stopped |
παθητική μετοχή | stopped |
ενεργητική μετοχή | stopping |
stop (en)
Σύνθετα
επεξεργασίαΑναγραμματισμοί
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- stop (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- stop (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 814. ISBN 9780194325684., λήμμα: στάση
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstop (pl) αρσενικό
Επιφώνημα
επεξεργασίαstop (pl)