ωθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωθώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠθῶ, συνηρημένος τύπος του ὠθέω < ἔθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης
- η μεταφορική σημασία: «οδηγώ κάποιον να» < σημασιολογικό δάνειο από τη νέα ελληνική σπρώχνω ή γαλλική pousser [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈθo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐θώ
Ρήμα
επεξεργασίαωθώ, αόρ.: ώθησα, παθ.φωνή: ωθούμαι, μτχ.π.ε.: ωθούμενος, π.αόρ.: ωθήθηκα, μτχ.π.π.: (ωθημένος)[2]
- σπρώχνω
- ⮡ Άλλες πόρτες στις τράπεζες ωθούνται και άλλες "έλκονται" κι όλο μπερδεύομαι και κάνω το αντίθετο από αυτό που λέει η πινακίδα
- (μεταφορικά) σπρώχνω κάποιον, τον οδηγώ να κάνει μία ενέργεια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ωθ-
ωθ-
- αεριώθηση
- αεριωθούμενος
- ανταπωθημένος
- αντώθηση
- αντώσμωση
- απωθημένο
- απωθημένος
- απώθηση
- απωθητικά
- απωθητικός
- απωθώ
- αυτοπροώθηση
- εντομοαπωθητικό
- εντομοαπωθητικός
- εξωθημένος
- εξώθηση
- εξωθώ
- έξωση
- συνωθούμαι
- συνωστισμός
- παρώθηση
- προωθημένος
- προώθηση
- προωθητής
- προωθητικός
- προωθώ
- πρόωση
- ώθηση
- ωθητής
- ώση
- ωθητικός
- ωθούμενος
- ώσμωση
- ωσμωτικός
- ωσμωτικότητα
- ωστικός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ωθώ | ωθούσα | θα ωθώ | να ωθώ | ωθώντας | |
β' ενικ. | ωθείς | ωθούσες | θα ωθείς | να ωθείς | ||
γ' ενικ. | ωθεί | ωθούσε | θα ωθεί | να ωθεί | ||
α' πληθ. | ωθούμε | ωθούσαμε | θα ωθούμε | να ωθούμε | ||
β' πληθ. | ωθείτε | ωθούσατε | θα ωθείτε | να ωθείτε | ωθείτε | |
γ' πληθ. | ωθούν(ε) | ωθούσαν(ε) | θα ωθούν(ε) | να ωθούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ώθησα | θα ωθήσω | να ωθήσω | ωθήσει | ||
β' ενικ. | ώθησες | θα ωθήσεις | να ωθήσεις | ώθησε | ||
γ' ενικ. | ώθησε | θα ωθήσει | να ωθήσει | |||
α' πληθ. | ωθήσαμε | θα ωθήσουμε | να ωθήσουμε | |||
β' πληθ. | ωθήσατε | θα ωθήσετε | να ωθήσετε | ωθήστε {ωθήσατε} | ||
γ' πληθ. | ώθησαν ωθήσαν(ε) |
θα ωθήσουν(ε) | να ωθήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ωθήσει | είχα ωθήσει | θα έχω ωθήσει | να έχω ωθήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ωθήσει | είχες ωθήσει | θα έχεις ωθήσει | να έχεις ωθήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ωθήσει | είχε ωθήσει | θα έχει ωθήσει | να έχει ωθήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ωθήσει | είχαμε ωθήσει | θα έχουμε ωθήσει | να έχουμε ωθήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ωθήσει | είχατε ωθήσει | θα έχετε ωθήσει | να έχετε ωθήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ωθήσει | είχαν ωθήσει | θα έχουν ωθήσει | να έχουν ωθήσει |
|
Παθητική μετοχή παρακειμένου, ωθημένος,[2] συνήθως σε σύνθετα, όπως απωθημένος, εξωθημένος, προωθημένος
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ωθούμαι | ωθούμουν | θα ωθούμαι | να ωθούμαι | ωθούμενος | |
β' ενικ. | ωθείσαι | ωθούσουν | θα ωθείσαι | να ωθείσαι | ||
γ' ενικ. | ωθείται | ωθούνταν | θα ωθείται | να ωθείται | ||
α' πληθ. | ωθούμαστε | ωθούμασταν ωθούμαστε |
θα ωθούμαστε | να ωθούμαστε | ||
β' πληθ. | ωθείστε | ωθούσασταν ωθούσαστε |
θα ωθείστε | να ωθείστε | ωθείστε | |
γ' πληθ. | ωθούνται | ωθούνταν | θα ωθούνται | να ωθούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ωθήθηκα | θα ωθηθώ | να ωθηθώ | ωθηθεί | ||
β' ενικ. | ωθήθηκες | θα ωθηθείς | να ωθηθείς | ωθήσου | ||
γ' ενικ. | ωθήθηκε | θα ωθηθεί | να ωθηθεί | |||
α' πληθ. | ωθηθήκαμε | θα ωθηθούμε | να ωθηθούμε | |||
β' πληθ. | ωθηθήκατε | θα ωθηθείτε | να ωθηθείτε | ωθηθείτε | ||
γ' πληθ. | ωθήθηκαν ωθηθήκαν(ε) |
θα ωθηθούν(ε) | να ωθηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ωθηθεί | είχα ωθηθεί | θα έχω ωθηθεί | να έχω ωθηθεί | ωθημένος | |
β' ενικ. | έχεις ωθηθεί | είχες ωθηθεί | θα έχεις ωθηθεί | να έχεις ωθηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ωθηθεί | είχε ωθηθεί | θα έχει ωθηθεί | να έχει ωθηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ωθηθεί | είχαμε ωθηθεί | θα έχουμε ωθηθεί | να έχουμε ωθηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ωθηθεί | είχατε ωθηθεί | θα έχετε ωθηθεί | να έχετε ωθηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ωθηθεί | είχαν ωθηθεί | θα έχουν ωθηθεί | να έχουν ωθηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ωθώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)