ωθημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωθημένος | η | ωθημένη | το | ωθημένο |
γενική | του | ωθημένου | της | ωθημένης | του | ωθημένου |
αιτιατική | τον | ωθημένο | την | ωθημένη | το | ωθημένο |
κλητική | ωθημένε | ωθημένη | ωθημένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωθημένοι | οι | ωθημένες | τα | ωθημένα |
γενική | των | ωθημένων | των | ωθημένων | των | ωθημένων |
αιτιατική | τους | ωθημένους | τις | ωθημένες | τα | ωθημένα |
κλητική | ωθημένοι | ωθημένες | ωθημένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.θiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐θη‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαωθημένος, -η, -ο
- (συνήθως σε σύνθετα) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ωθώ
Συγγενικά
επεξεργασίασύνθετα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωθημένος
|
Πηγές
επεξεργασία- «ωθώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)