απωθημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απωθημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απωθώ
Μετοχή επεξεργασία
απωθημένος
- που τον έχουμε απωθήσει
- απωθημένα: καταπιεσμένες επιθυμίες, βιώματα, συναισθήματα, τάσεις οι οποίες έχουν μετατοπιστεί στο υποσυνείδητο κάποιου, εξακολουθούν όμως να τον επηρεάζουν