↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απωθημένος η απωθημένη το απωθημένο
      γενική του απωθημένου της απωθημένης του απωθημένου
    αιτιατική τον απωθημένο την απωθημένη το απωθημένο
     κλητική απωθημένε απωθημένη απωθημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απωθημένοι οι απωθημένες τα απωθημένα
      γενική των απωθημένων των απωθημένων των απωθημένων
    αιτιατική τους απωθημένους τις απωθημένες τα απωθημένα
     κλητική απωθημένοι απωθημένες απωθημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απωθημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απωθώ

απωθημένος

  1. που τον έχουμε απωθήσει
  2. απωθημένα: καταπιεσμένες επιθυμίες, βιώματα, συναισθήματα, τάσεις οι οποίες έχουν μετατοπιστεί στο υποσυνείδητο κάποιου, εξακολουθούν όμως να τον επηρεάζουν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία