Δείτε επίσης: ἀπωθῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απωθώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπωθῶ, συνηρημένος τύπος του ἀπωθέω < ἀπ- + ὠθέω / ὠθῶ

απωθώ, αόρ.: απώθησα, παθ.φωνή: απωθούμαι, π.αόρ.: απωθήθηκα, μτχ.π.π.: απωθημένος

  • σπρώχνω μακριά
    1. αποκρούω έναν επιτιθέμενο και τον εξαναγκάζω να επιστρέψει στο σημείο από το οποίο εκδήλωσε την επίθεσή του
    2. δημιουργώ ένα δυσάρεστο συναίσθημα και απομακρύνω κάποιον, είμαι ή γίνομαι απωθητικός
      ⮡  με απωθεί η αλαζονεία αυτού του ανθρώπου
    3. ξεχνώ κάτι δυσάρεστο
      ⮡  ο ασθενής είχε απωθήσει τη δυσάρεστη εμπειρία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία