απωθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απωθώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπωθῶ, συνηρημένος τύπος του ἀπωθέω < ἀπ- + ὠθέω / ὠθῶ
Ρήμα
επεξεργασία
απωθώ, αόρ.: απώθησα, παθ.φωνή: απωθούμαι, π.αόρ.: απωθήθηκα, μτχ.π.π.: απωθημένος
- σπρώχνω μακριά
- αποκρούω έναν επιτιθέμενο και τον εξαναγκάζω να επιστρέψει στο σημείο από το οποίο εκδήλωσε την επίθεσή του
- δημιουργώ ένα δυσάρεστο συναίσθημα και απομακρύνω κάποιον, είμαι ή γίνομαι απωθητικός
- ⮡ με απωθεί η αλαζονεία αυτού του ανθρώπου
- ξεχνώ κάτι δυσάρεστο
- ⮡ ο ασθενής είχε απωθήσει τη δυσάρεστη εμπειρία
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- απωθώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απωθώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας