Ετυμολογία

επεξεργασία

ὠθέω < ϝωθέϳω

ὠθέω-ὠθῶ
  1. ωθώ, σπρώχνω
  2. ωθούμαι: αποκρούω, ρίχνω κάποιον προς τα πίσω, απωθώ, ανοίγω δρόμο
  3. (παθητικό) ωθούμαι υπό τινος : πιέζομαι, με ωθούν, εκδιώκομαι

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • έπαιρνε συλλαβική αύξηση ε- λόγω του αρχικού θέματος Fω- (π.χ. ο παρακείμενος ἔωσμαι φέρεται να προέκυψε από το FεFωσμαι)
  • ενεργητική φωνή= ὠθῶ, ἐώθουν, ὤσω, ἔωσα, ἔωκα, ἐώκειν
  • μέση φωνή= ὠθούμαι, ἐωθούμην, ὤσομαι, ἐωσάμην
  • παθητική φωνή= ὠθούμαι, ἐωθούμην, ὠσθήσομαι, ἐώσθην, ἔωσμαι