Δείτε επίσης: ἀπωθοῦμαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απωθούμαι, π.αόρ.: απωθήθηκα, μτχ.π.π.: απωθημένος