ενεστώτας propel
γ΄ ενικό ενεστώτα propels
αόριστος propelled
παθητική μετοχή propelled
ενεργητική μετοχή propelling

propel (en)

  1. (μεταβατικό) κινώ, προκαλώ τη αλλαγή της θέσης ενός πράγματος προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    a boat propelled by oars - βάρκα που κινείται με κουπιά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη move
  2. (μεταφορικά) προωθώ