propel
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | propel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | propels |
αόριστος | propelled |
παθητική μετοχή | propelled |
ενεργητική μετοχή | propelling |
Ρήμα
επεξεργασίαpropel (en)
- (μεταβατικό) κινώ, προκαλώ τη αλλαγή της θέσης ενός πράγματος προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- (μεταφορικά) προωθώ
Πηγές
επεξεργασία- propel - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448-449. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινώ