• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

pousser

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Σύνθετα

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pu.se/
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Ρήμα

επεξεργασία

pousser (fr)

  1. σπρώχνω
  2. (για φυτά) μεγαλώνω, αναπτύσσομαι, φυτρώνω
  3. ενθαρρύνω, σπρώχνω, βάζω να, προτρέπω, ωθώ, παροτρύνω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • poussage
  • pousse
  • poussée
  • poussette
  • pousseur
  • poussif - poussive
  • poussivement
  • poussoir

Σύνθετα

επεξεργασία
  • pousse-au-crime
  • pousse-café
  • pousse-mousse
  • pousse-pied
  • pousse-pousse
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=pousser&oldid=7086103"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Μαρτίου 2025, στις 10:18

Γλώσσες

    • Afrikaans
    • Azərbaycanca
    • Català
    • Čeština
    • Deutsch
    • English
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Italiano
    • 日本語
    • 한국어
    • Kurdî
    • Limburgs
    • Latviešu
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Norsk
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    • Sängö
    • Svenska
    • ไทย
    • Türkçe
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Μαρτίου 2025, στις 10:18.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας