ενικός         πληθυντικός  
poussée poussées

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

poussée (fr) θηλυκό

  1. η ώθηση
  2. το σκούντημα
  3. η εκτίναξη
  4. το σπρώξιμο

Συγγενικά

επεξεργασία