poussif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poussif | poussifs |
θηλυκό | poussive | poussives |
Επίθετο
επεξεργασίαpoussif (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | poussif | poussifs |
θηλυκό | poussive | poussives |
poussif (fr) αρσενικό