poussette

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
poussette poussettes

poussette (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία