Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
poussive
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Κλιτικός τύπος επιθέτου
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
poussive
<
θηλυκό
του
poussif
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
poussive
poussives
poussive
(fr)
θηλυκό
ασθμαίνουσα
Συγγενικά
επεξεργασία
poussage
pousse
poussée
pousser
poussette
pousseur
poussif
-
poussive
poussivement
poussoir