ενικός         πληθυντικός  
pousse pousses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pousse (fr) θηλυκό

  1. η βλάστηση, η ανάπτυξη
    la pousse des feuilles - η ανάπτυξη των φύλλων
  2. το βλαστάρι
    les jeunes pousses - τα νεαρά βλαστάρια
  3. το φύτρωμα
    la pousse des cheveux - το φύτρωμα των μαλλιών
  4. (ζωολογία) ασθένεια των αλόγων, δύσπνοια που οφείλεται σε πνευμονικό εμφύσημα ή στη σκλήρυνση του θώρακα
  5. η μετατροπή του κρασιού, ζύμωση με παράλληλη έκλυση διοξείδιου του άνθρακα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pousse pousses

pousse (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία