pousse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pousse | pousses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpousse (fr) θηλυκό
- η βλάστηση, η ανάπτυξη
- la pousse des feuilles - η ανάπτυξη των φύλλων
- το βλαστάρι
- les jeunes pousses - τα νεαρά βλαστάρια
- το φύτρωμα
- la pousse des cheveux - το φύτρωμα των μαλλιών
- (ζωολογία) ασθένεια των αλόγων, δύσπνοια που οφείλεται σε πνευμονικό εμφύσημα ή στη σκλήρυνση του θώρακα
- η μετατροπή του κρασιού, ζύμωση με παράλληλη έκλυση διοξείδιου του άνθρακα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pousse | pousses |
pousse (fr) αρσενικό
- μονοθέσιο δίτροχο όχημα που ελκύεται από έναν άνθρωπο, χρησιμοποιείται στην Άπω Ανατολή