↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάπτυξη οι αναπτύξεις
      γενική της ανάπτυξης* των αναπτύξεων
    αιτιατική την ανάπτυξη τις αναπτύξεις
     κλητική ανάπτυξη αναπτύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπτύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανάπτυξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάπτυ(ξις) + -ξη, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική développement[1] < (ανά-) ἀνά + πτύσσω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈna.pti.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νά‐πτυ‐ξη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανάπτυξη θηλυκό

  1. πρόοδος
  2. μεγάλωμα
  3. δημιουργία
  4. (πληροφορική) ο προγραμματισμός ηλεκτρονικού υπολογιστή, η δημιουργία λογισμικού

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία