Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

essor < → δείτε τη λέξη essorer

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.sɔʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
essor essors

essor (fr) αρσενικό