Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
development developments

  Ετυμολογία επεξεργασία

development < develop + -ment

  Ουσιαστικό επεξεργασία

development (en)

  1. (συνήθως πληθυντικός) η εξέλιξη, ένα νέο γεγονός ή στάδιο που είναι πιθανό να επηρεάσει αυτό που συμβαίνει σε μια τρέχουσα κατάσταση
    Developments took an unexpectedly favorable turn.
    Οι εξελίξεις πήραν απροσδόκητα ευνοϊκή τροπή.
  2. η ανάπτυξη
    συντομογραφία: dev

  Πηγές επεξεργασία