ενικός         πληθυντικός  
development developments

  Ετυμολογία

επεξεργασία
development < develop + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

development (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ανάπτυξη, η διαδικασία του να δημιουργώ ή του να βελτιώνω κάτι· ένα νέο ή βελτιωμένο προϊόν ή ιδέα
    ⮡  The company decided to finance the development of new products.
    Η εταιρεία αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
  2. (συνήθως πληθυντικός) η εξέλιξη, ένα νέο γεγονός ή στάδιο που είναι πιθανό να επηρεάσει αυτό που συμβαίνει σε μια τρέχουσα κατάσταση
    ⮡  Developments took an unexpectedly favorable turn.
    Οι εξελίξεις πήραν απροσδόκητα ευνοϊκή τροπή.
    συντομογραφία: dev