development
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
development | developments |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdevelopment (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ανάπτυξη, η διαδικασία του να δημιουργώ ή του να βελτιώνω κάτι· ένα νέο ή βελτιωμένο προϊόν ή ιδέα
- ⮡ The company decided to finance the development of new products.
- Η εταιρεία αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
- ⮡ The company decided to finance the development of new products.
- (συνήθως πληθυντικός) η εξέλιξη, ένα νέο γεγονός ή στάδιο που είναι πιθανό να επηρεάσει αυτό που συμβαίνει σε μια τρέχουσα κατάσταση
- ⮡ Developments took an unexpectedly favorable turn.
- Οι εξελίξεις πήραν απροσδόκητα ευνοϊκή τροπή.
- συντομογραφία: dev
- ⮡ Developments took an unexpectedly favorable turn.