↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοθέσιος η μονοθέσια το μονοθέσιο
      γενική του μονοθέσιου της μονοθέσιας του μονοθέσιου
    αιτιατική τον μονοθέσιο τη μονοθέσια το μονοθέσιο
     κλητική μονοθέσιε μονοθέσια μονοθέσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοθέσιοι οι μονοθέσιες τα μονοθέσια
      γενική των μονοθέσιων των μονοθέσιων των μονοθέσιων
    αιτιατική τους μονοθέσιους τις μονοθέσιες τα μονοθέσια
     κλητική μονοθέσιοι μονοθέσιες μονοθέσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοθέσιος < μονο- + -θέσιος

  Επίθετο

επεξεργασία

μονοθέσιος, μονοθέσια, μονοθέσιο

  1. (για όχημα) που έχει μόνον μία θέση (του οδηγού) ή οτιδήποτε διαθέτει μόνον ένα κάθισμα
    ⮡  μονοθέσιο αεροσκάφος
    ⮡  μονοθέσιο αυτοκίνητο
    ⮡  μονοθέσια καμπίνα
  2. (για δημοτικό σχολείο) που έχει μια θέση δασκάλου με οργανικότητα

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία