οργανικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοργανικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του οργανικού
- το να έχει κάποιος εκπαιδευτικός οργανική θέση σε κάποιο σχολείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία οργανικότητα
|
οργανικότητα θηλυκό
|