↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοτάξιος η μονοτάξια το μονοτάξιο
      γενική του μονοτάξιου της μονοτάξιας του μονοτάξιου
    αιτιατική τον μονοτάξιο τη μονοτάξια το μονοτάξιο
     κλητική μονοτάξιε μονοτάξια μονοτάξιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοτάξιοι οι μονοτάξιες τα μονοτάξια
      γενική των μονοτάξιων των μονοτάξιων των μονοτάξιων
    αιτιατική τους μονοτάξιους τις μονοτάξιες τα μονοτάξια
     κλητική μονοτάξιοι μονοτάξιες μονοτάξια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοτάξιος < μονο- + τάξ(η) + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

μονοτάξιος

  1. που έχει μία τάξη μόνο (για σχολείο)
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μονοτάξιο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία