-θέσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -θέσιος | η | -θέσια | το | -θέσιο |
γενική | του | -θέσιου | της | -θέσιας | του | -θέσιου |
αιτιατική | τον | -θέσιο | τη(ν) | -θέσια | το | -θέσιο |
κλητική | -θέσιε | -θέσια | -θέσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -θέσιοι | οι | -θέσιες | τα | -θέσια |
γενική | των | -θέσιων | των | -θέσιων | των | -θέσιων |
αιτιατική | τους | -θέσιους | τις | -θέσιες | τα | -θέσια |
κλητική | -θέσιοι | -θέσιες | -θέσια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθe.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -θέ‐σιος
Επίθημα
επεξεργασία-θέσιος, -α, -ο
- επίθημα, το οποίο σε συνδυασμό με αριθμητικό, δηλώνει αριθμό θέσεων
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- -θέσιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)