τριθέσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τριθέσιος, -α, -ο
- που περιλαμβάνει τρεις θέσεις
- τριθέσιος καναπές
- (δημοτικό σχολείο) στο οποίο διδάσκουν τρεις δάσκαλοι για όλες τις τάξεις και τα μαθήματα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριθέσιος
|