Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριθέσιος η τριθέσια το τριθέσιο
      γενική του τριθέσιου της τριθέσιας του τριθέσιου
    αιτιατική τον τριθέσιο την τριθέσια το τριθέσιο
     κλητική τριθέσιε τριθέσια τριθέσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριθέσιοι οι τριθέσιες τα τριθέσια
      γενική των τριθέσιων των τριθέσιων των τριθέσιων
    αιτιατική τους τριθέσιους τις τριθέσιες τα τριθέσια
     κλητική τριθέσιοι τριθέσιες τριθέσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριθέσιος < τρι- + -θέσιος

  Επίθετο επεξεργασία

τριθέσιος, -α, -ο

  1. που περιλαμβάνει τρεις θέσεις
    τριθέσιος καναπές
  2. (δημοτικό σχολείο) στο οποίο διδάσκουν τρεις δάσκαλοι για όλες τις τάξεις και τα μαθήματα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία