Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

δημοτικό σχολείο ουδέτερο

  • το σχολείο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης
→ δείτε τη λέξη  δημοτικό