Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διθέσιος η διθέσια το διθέσιο
      γενική του διθέσιου της διθέσιας του διθέσιου
    αιτιατική τον διθέσιο τη διθέσια το διθέσιο
     κλητική διθέσιε διθέσια διθέσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διθέσιοι οι διθέσιες τα διθέσια
      γενική των διθέσιων των διθέσιων των διθέσιων
    αιτιατική τους διθέσιους τις διθέσιες τα διθέσια
     κλητική διθέσιοι διθέσιες διθέσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διθέσιος < (δις) δι- + -θέσιος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική biplace [1]

  Επίθετο επεξεργασία

διθέσιος, -α, -ο

  1. που περιλαμβάνει δύο θέσεις
    διθέσιος καναπές
  2. (εκπαίδευση, δημοτικό σχολείο) στο οποίο διδάσκουν δύο δάσκαλοι για όλες τις τάξεις και τα μαθήματα
    → δείτε και τη λέξη διτάξιος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία