διθέσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διθέσιος | η | διθέσια | το | διθέσιο |
γενική | του | διθέσιου | της | διθέσιας | του | διθέσιου |
αιτιατική | τον | διθέσιο | τη | διθέσια | το | διθέσιο |
κλητική | διθέσιε | διθέσια | διθέσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διθέσιοι | οι | διθέσιες | τα | διθέσια |
γενική | των | διθέσιων | των | διθέσιων | των | διθέσιων |
αιτιατική | τους | διθέσιους | τις | διθέσιες | τα | διθέσια |
κλητική | διθέσιοι | διθέσιες | διθέσια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διθέσιος < (δις) δι- + -θέσιος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική biplace [1]
Επίθετο
επεξεργασίαδιθέσιος, -α, -ο
- που περιλαμβάνει δύο θέσεις
- ⮡ διθέσιος καναπές
- (εκπαίδευση, δημοτικό σχολείο) στο οποίο διδάσκουν δύο δάσκαλοι για όλες τις τάξεις και τα μαθήματα
- → δείτε και τη λέξη διτάξιος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διθέσιος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διθέσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας