ενικός         πληθυντικός  
two-seater two-seaters

  Ετυμολογία

επεξεργασία
two-seater < two + seater

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

two-seater (en)

  • το διθέσιο, που έχει δυο θέσεις
    ⮡  a two-seater (car) - διθέσιο αυτοκίνητο