seater
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
seater | seaters |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαseater (en)
- -θέσιος, σε σύνθετα που δηλώνει αριθμό θέσεων
- ⮡ a two-seater/three-seater couch - διθέσιος, τριθέσιος καναπές
- ⮡ a four-seater car - τετραθέσιο αυτοκίνητο