βλαστάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βλαστάρι | τα | βλαστάρια |
γενική | του | βλασταριού | των | βλασταριών |
αιτιατική | το | βλαστάρι | τα | βλαστάρια |
κλητική | βλαστάρι | βλαστάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βλαστάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βλαστάριον.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε βλαστ(ός) + -άρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βλαστάρι ουδέτερο
- ο νέος βλαστός
- (μεταφορικά) (στοργικά): το παιδί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βλαστός
Σύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βλαστάρι
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ βλαστάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας