↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραβλάσταρο τα παραβλάσταρα
      γενική του παραβλάσταρου των παραβλάσταρων
    αιτιατική το παραβλάσταρο τα παραβλάσταρα
     κλητική παραβλάσταρο παραβλάσταρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραβλάσταρο < παρα- + βλαστάρ(ι) + -ο[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈvla.sta.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐βλά‐στα‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραβλάσταρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία