Ετυμολογία

επεξεργασία
rejeton < rejeter

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rejeton rejetons

rejeton (fr) αρσενικό

  1. το βλαστάρι
  2. (μεταφορικά) ο απόγονος
  3. (ειδικότερα) (οικείο) ο γιος, το αγόρι