Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκούντημα τα σκουντήματα
      γενική του σκουντήματος των σκουντημάτων
    αιτιατική το σκούντημα τα σκουντήματα
     κλητική σκούντημα σκουντήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκούντημα < σκουντώ + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκούντημα ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία