prod
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | prod |
γ΄ ενικό ενεστώτα | prods |
αόριστος | prodded |
παθητική μετοχή | prodded |
ενεργητική μετοχή | prodding |
prod (en)
ενεστώτας | prod |
γ΄ ενικό ενεστώτα | prods |
αόριστος | prodded |
παθητική μετοχή | prodded |
ενεργητική μετοχή | prodding |
prod (en)