Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nudge nudges

nudge (en)

ενεστώτας nudge
γ΄ ενικό ενεστώτα nudges
αόριστος nudged
παθητική μετοχή nudged
ενεργητική μετοχή nudging

nudge (en)

  1. (μεταβατικό) σκουντάω, σπρώχνω κάποιον ή κάτι ελαφρά ή σταδιακά προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    ⮡  He nudged my elbow, making me spill my wine.
    Με σκούντησε στον αγκώνα κι έχυσα το κρασί μου.
     συνώνυμα:  jog και prod
  2. (μεταφορικά) παρακινώ, τσιγκλάω, ωθώ, κινητοποιώ, δίνω κίνητρα, "σπρώχνω"