Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jog jogs

jog (en)

ενεστώτας jog
γ΄ ενικό ενεστώτα jogs
αόριστος jogged
παθητική μετοχή jogged
ενεργητική μετοχή jogging

jog (en)

  1. τρέχω με σταθερό ρυθμό
  2. σκουντάω
    ⮡  He jogged my elbow, making me spill my wine.
    Με σκούντησε στον αγκώνα κι έχυσα το κρασί μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nudge



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jog (hu)