jog
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
jog | jogs |
jog (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | jog |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jogs |
αόριστος | jogged |
παθητική μετοχή | jogged |
ενεργητική μετοχή | jogging |
jog (en)
Πηγές επεξεργασία
Ουγγρικά (hu) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
jog (hu)