Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
jog
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Ρήμα
1.3
Πηγές
2
Ουγγρικά
(hu)
2.1
Προφορά
2.2
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
jog
jogs
jog
(en)
το
σκούντημα
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
nudge
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
jog
γ΄
ενικό
ενεστώτα
jogs
αόριστος
jogged
παθητική μετοχή
jogged
ενεργητική
μετοχή
jogging
jog
(en)
τρέχω
με σταθερό ρυθμό
σκουντάω
⮡
He
jogged
my elbow, making me spill my wine.
Με
σκούντησε
στον αγκώνα κι έχυσα το κρασί μου.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
nudge
Πηγές
επεξεργασία
jog (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
jog (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries
Ουγγρικά
(hu)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
jog
(hu)
νόμος