Ετυμολογία

επεξεργασία

σκουντάω/σκουντώ, αόρ.: σκούντηξα/σκούντησα, παθ.φωνή: σκουντιέμαι/σκουντήθηκα, μτχ.π.π.: σκουντηγμένος/σκουντημένος

  1. πιέζω ελαφρά κάποιον με το χέρι (ή το πόδι)
      Μ' έπιασε από τον ώμο και με σκούντησε δυνατά· ξύπνησα τρομαγμένος. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
  2. (μεταφορικά) πιέζω, παροτρύνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Θέματα' σκουντ-, σκουντηξ-, -ιέμαι, σκουντήχτ-, σκουντηγ-μένος

Θέματα' σκουντ-, σκουντησ-, -ιέμαι, σκουντήθ-, σκουντη-μένος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. σκουντάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.