Ετυμολογία

επεξεργασία
σκουντάω < σκουντ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουντῶ με ανάπτυξη προτακτικού [s][1] > σκουντῶ < *κοντῶ (τρυπάω με κοντάρι) (όπως (ελληνιστική κοινή) κόντωσις, κοντωτός)[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skunˈda.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκου‐ντά‐ω

σκουντάω/σκουντώ, αόρ.: σκούντηξα/σκούντησα, παθ.φωνή: σκουντιέμαι/σκουντήθηκα, μτχ.π.π.: σκουντηγμένος/σκουντημένος

  1. πιέζω ελαφρά κάποιον με το χέρι (ή το πόδι)
    ※  Μ' έπιασε από τον ώμο και με σκούντησε δυνατά· ξύπνησα τρομαγμένος. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
  2. (μεταφορικά) πιέζω, παροτρύνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Θέματα' σκουντ-, σκουντηξ-, -ιέμαι, σκουντήχτ-, σκουντηγ-μένος

Θέματα' σκουντ-, σκουντησ-, -ιέμαι, σκουντήθ-, σκουντη-μένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σκουντάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.