σκουντημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκουντημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκουντώ
Μετοχή επεξεργασία
σκουντημένος, -η, -ο
- που τον έχουν σκουντήσει
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σκουντώ